- δόξες
- δόξε̄ς , δοκέωexpectfut ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φοντενεμπλό, πύργος του- — Η καταγωγή του πύργου εκείνου που χαρακτηρίστηκε αληθινή βασιλική κατοικία (Ναπολέων) και η ετυμολογία της ονομασίας (μεσαιωνικό λατινικό Fons bleaudi, Fons bellae acquae) είναι ακόμα άγνωστες. Το αρχαιότερο χτίσμα που σώζεται ακόμα σήμερα, ένας… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
δοξογράφοι — Συγγραφείς της αλεξανδρινής και της ρω μαϊκής εποχής, οι οποίοι με τα γραπτά τους μεταβίβασαν τις θεωρίες (δόξες) των αρχαίων φιλοσόφων στους μεταγενέστερους. Υπό αυτή την έννοια, διακρίνονται από τους βιογράφους, τους σχολιαστές κλπ. Ως πρώτοι δ … Dictionary of Greek
δοξογραφία — η 1. σύγγραμμα για τις «δόξες», τις θεωρίες αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων 2. η ασχολία με τη συγγραφή τέτοιου έργου … Dictionary of Greek
επαρχιά — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… … Dictionary of Greek
παγκλέιστος — παγκλέϊστος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει όλες τις δόξες, πολύ ένδοξος, πανένδοξος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκλέϊστον η ιδιότητα τού παγκλέϊστου («τὸ παγκλέϊστον τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας», Νικ. Χωνιάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλεϊστός (< κλεΐζω)] … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… … Dictionary of Greek
ΑΕΚ — (Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως). Αθλητικός σύλλογος (σήμερα έχει εταιρικό χαρακτήρα), με σημαντικές διακρίσεις, ιδίως στον ομαδικό αθλητισμό. Η προϊστορία της πρέπει να αναζητηθεί στη δράση των ελληνικών αθλητικών σωματείων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek